Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὡς ἐν παρατάξει

  • 1 παρατάξει

    παράταξις
    placing side by side: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    παρατάξεϊ, παράταξις
    placing side by side: fem dat sg (epic)
    παράταξις
    placing side by side: fem dat sg (attic ionic)
    παρατάσσω
    place: aor subj act 3rd sg (epic)
    παρατάσσω
    place: fut ind mid 2nd sg
    παρατάσσω
    place: fut ind act 3rd sg
    παρατάσσω
    place: aor subj act 3rd sg (epic)
    παρατάσσω
    place: fut ind mid 2nd sg
    παρατάσσω
    place: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > παρατάξει

  • 2 εν

    (εμ, ελ, εγ, ερ) πρόθ. με δοτ.
    1) (при обознач, места): εν Αθήναις в Афинах; εν μέση οδώ а) посредине улицы; б) прямо на улице; η κυβέρνησις παραμένει εν τη εξουσία правительство остаётся у власти; 2) (при обознач, средства, орудия): εν ονόματι τού νόμου именем закона; εν πεζώ λόγω в прозе: εν στίχοις в стихах; З) (при обознач, способа действия); εν παρόδω между прочим, мимоходом; εν περιλήψει или εν συντομία вкратце; 4) (при обознач, времени): εν όσω εβαδίζομεν... пока мы шли...; εν καιρώ ειρήνης в мирное время; εν μιά ημέρα в один день, в течение одного дня; εν έτει 1976 в 1976 году; 5) (при обознач, состояния, положения): εν πλω в плавании; εν αποστρατεία в отставке; εν κινδύνω в опасности; εν πλήρει συνειδήσει в полном сознании; полностью сознавая; εν πλήρει εξαρτήσει в полном подчинении; αυτό συνέβη εν απουσία μου (εν αγνοία μου) это произошло в моё отсутствие (без моего ведома); εν αναμονή в ожидании; ο νόμος παραμένει εν ισχύϊ закон остаётся в силе; § εν ανάγκη в случае необходимости; εν χρήσει в употреблении; εν τάξει всё в порядке; есть; договорились; порядок (разг) εν γνώσει τού πράγματος в курсе дела; εν στολή воен, в форме; εν καιρώ в подходящее время; εν τω μεταξύ между тем; εν ριπή οφθαλμού в мгновение ока; εν πομπή και παρατάξει с помпой, торжественно; εν ιδρώτι τού προσώπου μου в поте лица; υπογράφω εν λευκώ давать карт-бланш

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εν

  • 3 παράταξη

    [-ις (-εως)] η
    1) строй; боевой порядок;

    η πυκνή (αραιά) παράταξη — сомкнутый (расчленённый) строй;

    η παράταξη μάχης — боевой порядок;

    εκ παρατάξεως лицом к лицу;
    2) полит. группа, группировка; крыло;

    η δημοκρατική παράταξη — демократические силы;

    3) праздничное шествие; торжественная процессия; парад;
    εν πομπή και παρατάξει торжественно; с помпой (тж. ирон.); 4) грам, сочинение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παράταξη

  • 4 πομπή

    η
    1) процессия, шествие;

    θριαμβευτική (γαμήλιος) πομπή — триумфальное (свадебное) шествие;

    νεκρική πομπή — похоронная процессия;

    εν πομπή και παρατάξει — торжественно;

    2) сопровождение, свита;
    3) бесчестие, позор; 4) см. πόμπε(υ)μα; 5) опозоренный, обесчещенный человек

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πομπή

  • 5 παράταξις

    A placing side by side, Thphr. CP1.6.1.
    2 marshalling, line of battle,

    π. ποιεῖσθαι Isoc. 10.53

    ; ἐν τῷ μεταξὺ χωρίω τῶν π. Plb.15.12.3 ;

    ἡ π. τοῦ πολέμου LXX Nu.31.14

    ;

    ἐν π. ἀποθνῄσκειν Phld. Mort.29

    ;

    ὡς ἐν παρατάξει Arr.Epict.3.22.69

    ; ἐκ παρατάξεως in pitched battle, Th.5.11, D.9.49, Aeschin.3.88 ; ἐν ταῖς προγεγενημέναις π. in the previous battles, Plb.1.40.1 ;

    μετὰ τὰν π. τὰν γενομέναν αὐτοῖς ποτὶ Πριανεῖς Schwyzer 289.105

    (Priene, ii B.C.), cf. IG 42(1).28.1 (Epid., ii B.C.).
    b front rank of the phalanx, Ascl.Tact.2.5, Ael. Tact.7.1.
    II of marshalling a political party,

    τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε.. καὶ τὴν παράταξιν, ὅση γεγένηται Aeschin.3.1

    ; conspiracy, intrigue,

    ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου D.44.3

    ; partisanship,

    φιλονεικία καὶ π. τῶν θεατῶν Plu.Cim.8

    ; obstinate opposition,

    κατὰ ψιλὴν π. ὡς οἱ Χριστιανοί M.Ant.11.3

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράταξις

См. также в других словарях:

  • παρατάξει — παράταξις placing side by side fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρατάξεϊ , παράταξις placing side by side fem dat sg (epic) παράταξις placing side by side fem dat sg (attic ionic) παρατάσσω place aor subj act 3rd sg (epic) παρατάσσω place fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… …   Dictionary of Greek

  • SPARTACUS — I. SPARTACUS Leuconis filius, Satyri nepos, Spartaci pronepos, suscepit oregnum Ponti, A. M. 3614. post patris mortem; Olympiadis centesimae sextae annô tertiô, tenuitque annos 5. Diodor. Sic. l. 16. Obiit Olymp. 107. ann. 4. succedente fratre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …   Dictionary of Greek

  • Αρδένες — (Ardennes).Ορεινή περιοχή (περ. 10.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, η οποία εκτείνεται κατά ένα μέρος στο έδαφος του ομώνυμου γαλλικού νομού (5.230 τ. χλμ. 290.100 κάτ. το 1999), αλλά κατά το μεγαλύτερο τμήμα της στο νοτιοανατολικό Βέλγιο… …   Dictionary of Greek

  • Γαμβέτας, Λέων — (Καόρ 1838 – Βιλ ντ’ Αβρέ 1882). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου νομικού και πολιτικού Λεόν Γκαμπετά (Leon Gambetta). Το 1860 πήρε το πτυχίο της νομικής και το 1868 έγινε διάσημος ως συνήγορος του δημοσιογράφου Ντελεκλίζ, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ισσός — Αρχαία πόλη της Κιλικίας, στη Μικρά Ασία. Βρίσκεται στον μυχό του Ισσικού κόλπου, απ’ όπου πήρε και την ονομασία της. Ο Ξενοφών, ο οποίος πρώτος από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς μνημονεύει την Ι., την αποκαλεί «πόλη μεγάλη και ευδαίμονα»… …   Dictionary of Greek

  • БЛАГОВЕЩЕНИЕ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [греч. Εὐαγγελισμός; лат. Annuntiatio], один из главных христ. праздников, посвященный воспоминанию благовестия арх. Гавриила Пресв. Деве Марии и Боговоплощения. Событие Благовещения Согласно Евангелию (Лк 1. 26 38), в 6 й месяц после зачатия… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»